— Μὰ θὰ συνηθίσω τότε νὰ ἐπαναλαμβάνω σὰν πίθηκος ἐκεῖνο ποὺ κάνουν οἱ ἄλλοι, ὁπότε θὰ πάψω πιὰ νὰ εἶμαι ὁ Γιαννούλης καὶ κάποιος ἄλλος ψεύτικος καὶ ἴσως κακὸς καὶ ἀνήθικος Γιαννούλης θὰ πάρει τὴ θέση μου…

[Ἀκριβῶς αὐτό. Καὶ τὸ ἀκόμα χειρότερο: ὅσο γλύφεις ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐξαρτᾶσαι, τόσο περιφρονεῖς ἐκείνους ποὺ δὲν χρειάζεσαι ἢ ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ σένα, γιὰ νὰ νοιώθεις κι ἐσὺ ὅτι κάποιος εἶσαι. Κι ἔτσι, μεταξὺ χαμέρπειας καὶ περιφρόνησης, ποιός ἀκριβῶς χαρακτήρας γεννιέται;

Πότε νομίζεις ὅτι ἔχεις ἕναν ἑαυτὸ ποὺ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει ἀτόφιος πέρα ἀπὸ τὴν ψευτιὰ ποὺ τάχα ‘ἐπιστρατεύεις’ προσωρινά; Ὁ στρατιώτης ‘καμουφλάρεται’ ἀπέναντι στὸν ἐχθρό: πόσο ἀνθρώπινος παραμένεις ὅταν ἔχεις γιὰ ἐχθρὸ τὸν διπλανό σου καὶ μὲ τὴν προσποίησή σου τοῦ ἀπαγορεύεις νὰ εἶναι ἀληθινός;]

(Ἀπό: Ρ. Γαρταγάνης, Γιαννούλης Χαλεπᾶς, Ἡ ζωὴ ἑνὸς μεγάλου. Σχόλια σὲ ἀγκύλες δικά μου.)