Ὁ Σιμπέλιους δὲν ὑποτιμοῦσε τὴν δυνατότητα τῆς προσθήκης νὰ ὁδηγεῖ σὲ παραμόρφωση, καὶ σταμάτησε νὰ γράφει ὅταν ἔνοιωθε τὸν κίνδυνο. Τὰ 30 χρόνια σιωπῆς εἶναι ἔξοχα ὅσο τὰ προηγούμενα ἐπειδὴ συμβάλλουν στὴν ἴδια προοπτική, ἀνήκουν στὸ ἔργο, σὰν ἕνα πρωταρχικὸ τίμημα ποὺ καταβλήθηκε ἀναδρομικά. Ὅ,τι γιὰ ἄλλους εἶναι προετοιμασία, σιωπὴ ποὺ προηγεῖται, ‘προκαταβολικὴ’ προστασία ἢ κυοφορία, αὐτὸ γιὰ τὸν Σιμπέλιους ἦταν αὐτοσυγκράτηση καὶ ὑποταγὴ στοὺς ὅρους τοῦ συντελεσμένου. Τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν παρέδωσε ἄλλη συμφωνία καὶ καμμία μὲ στίχους, ὅπως ἀπαιτοῦσε τὸ πρότυπο τοῦ Μπετόβεν, ἀπὸ μόνο του εἶναι θετικὴ πράξη καὶ σύνθεση, δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν στειρότητα, ἂν καὶ ἀσφαλῶς δηλώνει τὴν ἀπουσία μιᾶς ἔμπνευσης.

Ἡ πραγματικότητα τοῦ ἔργου ὡς ζωντανῆς ὕπαρξης ποὺ θέτει ὅρια στὸν δημιουργό της, ἦταν βέβαιη καὶ ἰσχυρὴ ἐντός του. Ἡ δήλωσή του δὲν ἔχει προγραμματικὲς ἀφορμές, εἶναι μιὰ ἀνάμνηση καὶ μαζὶ συμβουλή, προέρχεται ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς σιωπῆς — χωρὶς κοινὸ δὲν ὑπάρχει δημιουργός, ἀλλὰ ὁ δημιουργὸς δὲν ἄγεται καὶ φέρεται ἀπὸ τὸ κοινό του: “τὸ πλαίσιο μιᾶς Συμφωνίας πρέπει νὰ εἶναι τόσο ἰσχυρὸ ὥστε νὰ σὲ ἀναγκάζει νὰ τὸ ἀκολουθήσεις ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ περιβάλλον καὶ τὶς περιστάσεις: εἶναι μιὰ ἠθικὴ ἀναγκαιότητα. […] Ἡ Συμφωνία πρέπει πάντα νὰ ἔχει τὴν ἀναγκαιότητά της ἐσωτερική, νὰ εἶναι ἐσωτερικὰ ἀναπόφευκτη.”