Ο μπάρμπα-Γιάννης είναι ο τρελός του χωριού. Γίνεται νεροκουβαλητής, οι χωριανοί του δίνουν τις κατσίκες τους να τις βοσκήσει, τα παιδιά τον κοροϊδεύουν κι αυτός τριγυρίζει κουρελής, μαζεύοντας από χάμω τις γόπες για να καπνίσει.

Το βράδυ γυρίζει στο σπίτι του και κάθεται αμίλητος σε μια γωνιά, για να μην τον μαλώσει η γριά μάνα του. Η Αθήνα τον έχει ξεχάσει, το έργο του έχει τελειώσει πρόωρα.

Και γίνεται το θαύμα! Το 1916, η μάνα του πεθαίνει. Και τότε ο 65χρονος Γιαννούλης κάνει το απίστευτο.

Δεν χύνει σταγόνα δάκρυ, δεν ακολουθεί την κηδεία της, αλλά ανοίγει το υπόγειο και αρχίζει αμέσως να δουλεύει. Οι χωριανοί το θεωρούν ως την αναμενόμενη αντίδραση ενός τρελού, αλλά δεν είναι έτσι. Η καταπιεσμένη τέχνη του εκρήγνυται.

Μέσα σε λίγους μήνες έχει θεραπευτεί εντελώς. Η σμίλη του αρχίζει να βγάζει και πάλι αριστουργήματα, και μάλιστα με μια εντελώς νέα τεχνοτροπία.

Το φαινόμενο μοναδικό. 40 χρόνια δε δούλεψε την τέχνη του, δεν ενημερώθηκε για τις εξελίξεις και ξαφνικά αναδύθηκε ένας ολοκαίνουριος καλλιτέχνης, σαν να φοιτούσε σε ένα δικό του εσωτερικό σχολείο.