Ὁ Ἀναξαγόρας, λοιπόν, εἶχε στήσει τὸ τσαντίρι του στὸ ἰοστέφανον Ἄστυ, κι ἔψαχνε νὰ βρεῖ μὲ τὴν ἡσυχία του τί εἶναι ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι, καὶ τί λογῆς εἶναι ὁ κόσμος. Ὁ Περικλῆς τὸν ἀγαποῦσε, γιατὶ κοντὰ στὸ ὅτι ἤτανε μεγάλη διάνοια, ἤτανε καὶ συμπατριώτης τῆς γυναίκας του τῆς Ἀσπασίας. Λοιπὸν δὲν τὸν ἄφηνε νὰ στερηθεῖ τίποτα, στέλνοντάς του τὸ τακτικό του. Μὰ κάποια φορά, ὁ Περικλῆς, ζαλισμένος ἀπὸ τὰ πολιτικά, τὸν ξέχασε. Τότε ὁ Ἀναξαγόρας τοῦ ἔγραψε σ’ ἕνα χαρτὶ τοῦτα τὰ λόγια: ‘Ὤ Περίκλεις, οἱ λύχνου δεόμενοι ἔλαιον ἐπιχέουσιν”, “Ἐκεῖνοι ποὺ χρειάζονται λυχνάρι, χύνουνε καὶ λάδι στὸ φυτίλι”…

Στὰ χρόνια μας φανερώθηκε κι ὁ Παπαδιαμάντης, ποὺ ἦρθε κι αὐτὸς στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴ Σκιάθο, ὅπως εἴχανε ἔρθει τόσοι ὅμοιοί του στ’ ἀρχαῖα χρόνια. Ἔζησε κι αὐτὸς σὰν ἀσκητής, μή λογαριάζοντας τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔνοιωθε γιὰ τὰ γράμματα καὶ γιὰ τὴ θρησκεία. Πέρασε τὴ ζωή του “ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος”.