3.

Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι,
καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τὲς ζωγραφι-
σμένες εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες·
λάμπει τὸ ἀσήμι, λάμπει τὸ χρυσάφι,
ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπ᾿ τ᾿ ἁγιοκέρι,
ὁποῦ κρατοῦνε οἱ Χριστιανοὶ στὸ χέρι.

XXII.

Βγαίνει, γιατί στὰ σωθικά του ἀνάφτει,
καὶ γιὰ πρῶτο ἀπαντᾶ τὸν νεκροθάφτη.

XXIII.

Κανεὶς δὲν τοῦ μιλεῖ, καὶ δὲν τοῦ δίνει
τὸ φιλὶ τὸ γλυκὸ ποὺ φέρνει εἰρήνη.

XXIV.

Πάντα, χτυπάει, σὰν νἄλπιζε ἐκεῖ κάτω
ν᾿ ἀγροικηθεῖ στῆς κόλασης τὸν πάτο.

Η ΔΕΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ
Τὸ ἑσπέρας τῆς Λαμπρῆς

XXV.

1.

Καὶ προβαίνει ἡ Μαρία λίγη νὰ πάρει
δροσιὰ στὰ σωθικὰ τὰ μαραμένα·
εἶναι νύχτα γλυκειὰ, καὶ τὸ φεγγάρι
δὲ βγαίνει νὰ σκεπάσει ἄστρο κανένα·
περίσσια, μύρια, σ᾿ ὅλη τους τὴ χάρη,
λάμπουν ἄλλα μονάχα, ἄλλα δεμένα·
κάνουν καὶ κεῖνα Ἀνάσταση ποὺ πέφτει
τοῦ ὁλόστρωτου πελάου μὲς στὸν καθρέφτη.

2.

«Τὰ μαλλιὰ σέρνω στὰ λιγνά μου στήθη·
δένω σταυρὸ τὰ χέρια· Οὐράνια, θεῖα!
Πέστε Ἐκεινοῦ ποὺ σήμερα ἀναστήθη
νὰ ἐλεηθεῖ τὴ μαύρη τὴ Μαρία.
Μέρα εἶναι Ἀγάπης· Ἅδης ἐνικήθη·
καίονται τὰ σπλάχνα, καίονται τὰ στοιχεῖα·
καὶ ἡ πυρκαϊὰ τοῦ Κόσμου ἀναγαλλιάζει
καὶ κατ᾿ Αὐτὸν τὴ σπίθα της τινάζει.