Καὶ εἰς τὸ κῦμα, ποὺ βλέπει ὡς τὸν καθρέφτη,
Ξανακοιτάει, χαμογελάει, καὶ πέφτει.

XXVIII.

Καὶ βλέπει μέσα στὰ νερὰ καθάρια,
Ἄλλος λάμπει οὐρανός, ἄλλα κλωνάρια.

XXIX.

«Σκύφτω ἐδῶ μέσα, καὶ ξανοίγω ὀμπρός μου
Ἀναπάντεχα μέρη ἀλλουνοῦ κόσμου.»
XXX.

XXXI.

Καὶ δὲν ἔμεινε μήτε ἕνα κλωνάρι,
Φιλέρημο πουλάκι νὰ καθίσῃ,
Τὸ βράδυ, τὴν αὐγή, νὰ κελαϊδήσῃ.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ
(Ἀναδυομένη Ἀφροδίτη)

XXXII.

Στὴν κορυφὴ τῆς θάλασσας πατώντας
στέκει, καὶ δὲ συγχύζει τὰ νερά της,
ποὺ στὰ βάθη τοὺς μέσα ὁλόστρωτα ὄντας
δὲν ἔδειχναν τὸ θεῖον ἀνάστημά της.
Δίχως αὔρα νὰ πνέει, φεγγοβολώντας
ἡ ἀναλαμπὴ τοῦ φεγγαριοῦ κοντά της
συχνότρεμε, σὰ νά ῾χε ἐπιθυμήσει
τὰ ποδάρια τὰ θεῖα νὰ τῆς φιλήσει.

XXXIII.

Κείθενε μὲ τὸ μάτι ὅποιος γυρεύει
Γιὰ νὰ ἰδῇ τὴ θωριὰ τὴ μακρυσμένῃ,
Τῆς Ἀφρικῆς τὴ θάλασσα ἀγναντεύει
Πάντα ἀφράτη καὶ πάντα ἀγριωμένη.

XXXIV.

Θανάτου ἐτιά, ποὺ τὰ κλωνάρια γέρνεις
Στὴν κατοικιὰ τὴν ὕστερη τ᾿ ἀνθρώπου.

XXXV.

Ἐὰν τὴν ἄκρην του ὁ ζέφυρος δὲ ῾γγίζει
Στέλνει ἀκίνητον ἴσκιο ὁποῦ μαυρίζει.