XXXVI.

Εἰς τὴν ἅρπα γλυκὰ γέρνει τὸ στῆθος.

XXXVII.

Καὶ φωνάζει· «Ὦ Παρθένα, ὦ Ψυχοσώστρα!»

XXXVIII.

(Ἡ λίμνη)

Εἶναι γλαυκὴ κι᾿ ἀτάραχη στὴ μέση.