Ἑσπερινός
Βουβὲς ψυχές, θλιμένες! Καὶ τ᾿ ἀπόβραδο
προσμένουν τὸ Χριστό μας, ἀπὸ πέρα,
ποιὸς ξέρει, ἀπὸ μακριά. Κι ἐκεῖνος ἔρχεται,
μὲς στὸ θολὸ τοῦ φθινοπώρου ἀγέρα.
Μὲ τ᾿ ἅγιο φῶς, ἀχνόφεγγο στεφάνι του,
μὲ τὰ θεϊκά, χαμηλωμένα μάτια,
μόνος. Καὶ τὰ ξερόφυλλα τοῦ στρώνουνε
χρυσὰ χαλιὰ στὰ ἔρμα μονοπάτια.
Τοῦ κάμπου τὰ στρουθιὰ καὶ τὰ πετούμενα,
ποὺ στὶς φωλιὲς κοπαδιαστὰ γυρίζουν,
ἄμα τὸν δοῦνε χαμηλώνουν πρόσχαρα,
χαμοπετοῦν καὶ τὸν καλωσορίζουν.
Ἀνάριο τὸ σκοτάδι, μισοδιάφανο,
μόλις ποὺ τὸν σκεπάζει στὴν καπνιά του,
καὶ τὰ γυμνὰ κλαδιὰ σὰ χέρια ὑψώνονται
καὶ δέονται στὸ ἄυλο πέρασμά του.
Δέονται σιωπηλά…Κι ἐκεῖνος ἔρχεται
καὶ σκύβει στὶς ψυχὲς ποὺ τὸν προσμένουν
σιγά…πονετικά. Κι ἀργὰ τὰ σήμαντρα
πονετικὰ κι αὐτὰ σιγοσημαίνουν.