Ὅταν ἀκούω τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν στὸ λιβάδι
κι ἀκούω στὸ λὸφο νὰ γελοῦν, νὰ τρέχουν νὰ φωνάζουν,
μέσα στὰ στήθη μου ἡ καρδιά νιώθει κάτι σὰν χάδι
κι ὅλα γύρω μου ἡσυχάζουν.

Ἐλάτε πιὰ παιδάκια μου, ὁ ἥλιος πάει νὰ δύσει.
Βάζει ἡ δροσιά ἀποβραδίς μιὰ ψύχρα! Πῶς πουντιάζει!
Ἀφῆστε τὰ παιχνίδια πιά. Ἐλάτε, ἔχουμ᾿ ἀργήσει.
Μέρα κι αὔριο χαράζει.

Ἄσε μας λίγο, ντάντα μας, εἶναι ἀκόμα μέρα!
Κι ἂν πᾶμε στὰ κρεβάτια μας, ὕπνος δὲ θὰ μᾶς πιάνει!
Δὲς τὰ πουλάκια! Εἶναι μικρά, μὰ παίζουν στὸν ἀέρα!
Δὲς τ᾿ ἀρνάκια! Λίγο φτάνει!

Καλά, καλά, πηγαίνετε, μέχρι νὰ σουρουπώσει.
Ὕστερα ὅμως, σπίτι μας, ἡ νύχτα μὴ μᾶς φτάσει.
Κι ἕνα μικράκι, τσίριξε ἀπ᾿ τὴ χαρὰ τὴν τόση.
Τσίριξε μαζὶ κι ἡ πλάση!

[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]