Μοῦ ἀρέσει ἡ φλογέρα.
Τριγυρίζω ὅλη-μέρα
στὰ βουνά, ἐδῶ κι ἐκεῖ,
κυνηγάω τὴ σιωπὴ
μὲ τραγούδια χαρωπά.

Καὶ μιὰ μέρα, τί νὰ δῶ;
Στὸ γαλάζιον οὐρανό,
ἕνα τόσο δὰ παιδάκι,
πάνω σ᾿ ἕνα συννεφάκι,
νὰ μοῦ λέει γελαστά:

«Παῖξε κι ἕνα τραγουδάκι
ποὺ μοῦ ἀρέσει, γιὰ τ᾿ ἀρνάκι.
Παῖξε, κάνε μου τὴ χάρη!»
Ἔπαιξα μὲ τόση χάρη
ποὺ ἔβαλε τὰ κλάματα.

«Παῖξε πάλι!»
Παίζω πάλι.
Κλαίει μὲ κάτι δάκρυα νά!

«Ἄσε τώρα τὴ φλογέρα.
Σκόρπισε πέρα ὣς πέρα
τὴ γλυκιά σου τὴ φωνή».
Εἶχα καὶ καλὴ φωνή…
κλαίει, κλαίει ἀπὸ χαρά!

«Μπράβο! Πρέπει νὰ τὰ γράψεις,
τὸ βιβλίο σου νὰ φτιάξεις».
Χάθηκε σὰν τὸν καπνό,
πρὶν προλάβω νὰ τὸ ῾δῶ
κι ἔμεινα σὰν…καλαμιά!

Ἔκοψα ἕνα καλάμι,
πῆρα κι ἀπὸ τὸ ποτάμι
γιὰ μελάνι τὸ νερὸ
κι ἔγραψα ὅλα αὐτὰ ἐδῶ
τὰ τραγούδια γιὰ παιδιά.

Τί κοιτᾶτε;
Προχωρᾶτε
γιὰ νὰ βρεῖτε τὴ χαρά!

[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]