Πές μου, ἀρνάκι μου μικρό,
ξέρεις , σὲ παρακαλῶ,
ποιὸς σοῦ δίνει τὴ ζωή;
Ποιὸς σοῦ δίνει τὸ φαΐ,
τὸ νερό, τὸ χορταράκι;
Ποιὸς σοῦ φτιάχνει ρουχαλάκι
ἀπὸ φωτεινὸ μαλλί;
Ποιὸς σοῦ κάνει τὴ φωνὴ
τόσο, ἄχ, τόσο τρυφερή;
Πές μου, ἀρνάκι μου μικρὸ,
ξέρεις, σε παρακαλῶ;

Ὄχι; Τέντωσε τ᾿ αὐτιά σου!
Ξέρεις… ἔχει τ᾿ ὄνομά σου.
Ἔτσι λέει τὸν ἑαυτό του.
Τὸ παρουσιαστικό του
εἶναι ἥμερο πολύ.
Κάποτ᾿ ἔγινε παιδὶ
κι ἔτσι παίζουμε μαζί:
τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἀρνί.
Ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ εὐλογεῖ.

[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]