Βγαίνει ὁ ἥλιος κι οἱ σκιὲς
τρέχουν, κάνουνε χαρές.
Γέλια στὰ καμπαναριά,
ἦρθε ἡ Ἄνοιξη, παιδιά!
Νάτος ὁ κορυδαλλὸς
κι ὁ σπουργίτης ὁ μικρός.
Νάτη ἡ τσίχλα ἡ πεταχτή.
Δὲς, φωνὴ καὶ ταραχή!
Μὲς στὰ θάμνα οἱ πουλομάνες
παραβγαίνουν τὶς καμπάνες.
Ἡ παρέα παιχνίδι ἀρχίζει
κι ὄλη ἡ πλάση ξεφωνίζει
Τρέχει καὶ ὁ Μπαρμπαγιάννης
– στὶς χαρὲς του, δὲν τὸν πιάνεις –
κάτω ἀπ᾿ τὴ βελανιδιὰ
μ᾿ ὅλα τὰ μπαρμπαπαιδιά.
Κάθονται καὶ μᾶς κοιτᾶνε,
τὰ κεφάλια τους κουνᾶνε:
«Ἂχ! Τὰ νιάτα πῶς περνᾶνε
κι εἶναι μόνο μιὰ φορά!»
Ἡ παρέα τοὺς τριγυρίζει
κι ὅλη ἡ πλάση ξεφωνίζει.
Μὰ, γιὰ δεῖτε τὸ μικρό!
Δὲ μπορεῖ ἄλλο χορό.
Τὀτε ὁ ἥλιος κατεβαίνει
κι ἡ παρέα κουρασμένη
τὸ παιχνίδι παρατᾶ.
Τρέχουν ὅλα τὰ παιδιὰ
ν᾿ ἀγκαλιάσουν τὴ μαμά τους,
σὰν πουλάκια στὴ φωλιά τους.
Πρῶτο τὸ μικρὸ νυστάζει
κι ὅλη ἡ πλάση σκοτεινιάζει.
[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]