Ἡ μάνα μου μὲ γέννησε στὴ μαύρη ἐρημιά.
Εἶμαι ἀραπάκι, μέσα μου ὅμως εἶμαι καλός.
Ἐσεῖς εἴσαστε κάτασπρα, σὰν ἀγγελούδια μὲ φτερὰ
κι ἐγὼ ἕνα παλιοκάντηλο ποὺ τοῦ ῾σβησαν τὸ φῶς.
Βρῆκε ἕνα δέντρο ἡ μάνα μου, γιὰ νά ῾χουμε σκιά,
ὅταν ἡ μέρα θ᾿ ἄρχιζε τὸν κόσμο μας νὰ καίει.
Καθίσαμε, μ᾿ ἀγκάλιασε, μοῦ ἔδωσε φιλιά,
μοῦ ῾δειξε τὴν ἀνατολὴ καὶ ἄρχισε νὰ λέει:
«Κοίτα τὸν ἥλιο, γιόκα μου! Ἐκεῖ μένει ὁ Θεός.
Σκορπίζει φῶς καὶ ζεστασιά, μὲ τὸ καλό του χέρι.
Τὰ πλάσματα ὅλα χαίρονται κι ὁ κόσμος μένει ζωντανός:
λίγη δροσούλα τὸ πρωί, ζέστη τὸ μεσημὲρι.