Ἡ μάνα μου μὲ γέννησε στὴ μαύρη ἐρημιά.
Εἶμαι ἀραπάκι, μέσα μου ὅμως εἶμαι καλός.
Ἐσεῖς εἴσαστε κάτασπρα, σὰν ἀγγελούδια μὲ φτερὰ
κι ἐγὼ ἕνα παλιοκάντηλο ποὺ τοῦ ῾σβησαν τὸ φῶς.

Βρῆκε ἕνα δέντρο ἡ μάνα μου, γιὰ νά ῾χουμε σκιά,
ὅταν ἡ μέρα θ᾿ ἄρχιζε τὸν κόσμο μας νὰ καίει.
Καθίσαμε, μ᾿ ἀγκάλιασε, μοῦ ἔδωσε φιλιά,
μοῦ ῾δειξε τὴν ἀνατολὴ καὶ ἄρχισε νὰ λέει:

«Κοίτα τὸν ἥλιο, γιόκα μου! Ἐκεῖ μένει ὁ Θεός.
Σκορπίζει φῶς καὶ ζεστασιά, μὲ τὸ καλό του χέρι.
Τὰ πλάσματα ὅλα χαίρονται κι ὁ κόσμος μένει ζωντανός:
λίγη δροσούλα τὸ πρωί, ζέστη τὸ μεσημὲρι.

Ἐμᾶς, λοιπόν, μᾶς ἔδωσε ἕνα μικρὸ κομμάτι γῆ,
νὰ μάθουμε ν᾿ ἀντέχουμε τῆς καλοσύνης τὸν καημό.
Κι αὐτὸ τὸ μαῦρο σῶμα μας, ἡ λιοκαμένη μας μορφή,
ἂν θὲς νὰ ξέρεις, σύννεφο εἶναι καὶ δάσος σκοτεινό.

Γιατὶ ὅταν μάθουμε καλὰ ζέστη τί πάει νὰ πεῖ,
τὸ σύννεφο θὰ διαλυθεῖ καὶ ἡ γλυκιὰ φωνή του
θὰ μᾶς καλέσει τρυφερά. Θά ῾μαστε τότε οἱ ἐκλεκτοί:
ἀρνάκια θά ῾μαστε λευκά, τριγύρω στὴ σκηνή του».

Ἔτσι μοῦ εἶπε ἡ μάνα μου καὶ μοῦ ῾δωσε κι ἄλλα φιλιά.
Τὰ ἴδια θὰ σᾶς λέω κι ἐγώ, λευκά μου φιλαράκια,
ὅταν θὰ βγοῦμε ὅλοι μας ἀπ᾿ τῶν συννέφων τὴ σκλαβιά,
ὅταν θὰ γίνουμε ὅλοι μας μικρὰ κι ἀθῶα ἀρνάκια.