Μιὰ φλογέρα
πότε παίζει,
πότε λίγο
σταματᾶ.
Τὰ πουλάκια
στὸν ἀέρα
πέτονται παι-
χνιδιστά.
Καὶ τ᾿ ἀηδόνι
στή λαγγάδα
ξαφαντώνει
μιὰ χαρά.
Τί γαλάζιος οὐρανός!
Δὲς, νὰ κι ὁ κορυδαλλός!
Ἄντε, φτάνει ἡ νέα Χρονιά.
Νὰ τῆς ποῦμε: «πέρνα, μπρὸς!»
μὲ τραγούδια καὶ βιολιά.

 
Ἀγοράκι
ὅλο γέλια
καὶ παιχνίδια,
ζωηρά.
Κοριτσάκι
μιὰ σταλίτσα,
ὅλο νάζια
θηλυκά.
Τὶ μαγεία
τῶν παιδιῶν ἡ
κομπανία κι ἀ-
πὸ κοντά:
κικιρίκου ὁ πετεινός,
σοβαρός, καμαρωτός.
Ἄντε, φτάνει ἡ νέα Χρονιά.
Νὰ τῆς ποῦμε: «πέρνα, μπρὸς!»
μὲ τραγούδια καὶ βιολιά.

Βρὲ ἀρνάκι,
δές με, νά ῾μαι!
Ἔλα λίγο
πιὸ κοντά.
Φίλησέ με
στὸ λαιμάκι.
Νὰ σὲ πάρω
ἀγκαλιά;
Ἄσε με νὰ
σοῦ χαϊδεύω
ὀλοένα
τὰ μαλλιά.
Νὰ φιλάω σὰν τρελὸς
τὸ μουσούδι σου. Ἐμπρός!
Ἄντε, φτάνει ἡ νέα Χρονιά.
Νὰ τῆς ποῦμε: «πέρνα, μπρὸς!»
μὲ τραγούδια καὶ βιολιά.

[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]