Ὁ ἥλιος πάει νὰ κοιμηθεῖ
κι ὁ ἀποσπερίτης βγαίνει.
Μὲς στὴ φωλιά του τὸ πουλὶ
κουρνιάζει καὶ σωπαίνει.
Μόνο ἐγὼ μόνος γυρνῶ
τὴ δική μου γιὰ νὰ βρῶ.
Τὸ φεγγάρι εἶναι λουλούδι
κι ὁ οὐρανὸς περιπλοκάδι
Λάμπει, ἀνθίζει τὸ λουλούδι
καὶ χαμογελάει στὸ βράδυ.

Χλωρὲς βοσκές, ἔχετε γειά!
Ἔχετε γειά, λαγγάδια!
Ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζαν ἀρνιὰ
κι ἀπόσταιναν κοπάδια,
τώρα οἱ ἄγγελοι πατοῦν
καὶ κρυφολαμποκοποῦν.
Δὲν τοὺς βλέπεις στὸ σκοτάδι
κι ὅμως πέτονται, ἀνεμίζουν
τοῦ ἐλέους τὸ μαγνάδι:
ἄνθη, ἀνθρώπους νανουρίζουν.

Ἄν προστατεύει τὰ πουλιὰ
κάθε φωλιὰ κοιτᾶνε
καὶ κάθε ἀγριμιοῦ σπηλιὰ
ἀπ᾿ τὸ κακὸ φυλᾶνε.
Κι ἂν κανένα δὲν μπορεῖ
μόνο του νὰ κοιμηθεῖ
κι ὅλο κλαίει καὶ τυραννιέται,
ὕπνο βάλσαμο τοῦ φέρνουν
κι ὅταν γλυκοαποκοιμιέται,
πλάι του στὸ κρεβάτι μένουν.

Ὅταν βρυχᾶται δυνατὰ
ὁ τίγρης καὶ οὐρλιάζει
ὁ λύκος φοβεριστικά,
τῆς πείνας τὸ μαράζι
νιώθουν, στέκονται κοιτοῦν
νὰ τοὺς θρέψουν προσπαθοῦν.
Κι ἂν ὁρμήσουν ἀγριεμένοι,
οἱ ἄγγελοι θὰ μεριμνήσουν:
κόσμος νέος περιμένει
τὶς ψυχοῦλες ποὺ θὰ σβήσουν.

Τοῦ λιονταριοῦ τὰ πορφυρὰ
τὰ μάτια ἐκεῖ θ᾿ ἀστράψουν,
θὰ τρέξουν δάκρυα χρυσὰ
κι ὅταν γλυκὰ βελάξουν
πρόβατα μὲς στὸ μαντρί,
γύρω τους θὰ μαζευτεῖ,
λέγοντας «τὸ μίσος πάει,
τό ῾διωξε ἡ καλὴ καρδιά του
ποὺ καλούς, κακοὺς χωράει.
Πάει ὁ φόβος τοῦ θανάτου.