Νάνι, ὁ ὕπνος νὰ τὸ πάρει
μέσα σὲ μιὰ ζωγραφιά,
νά ῾χει ὄνειρα γλυκά,
ἥσυχα σὰν τὸ φεγγάρι.

Νάνι, μέχρι τὴν αὐγή.
Φωτοστέφανο φοράει
κι ἀγγελούδι τὸ φυλάει,
τὸ καλό μου τὸ παιδί.

Μὲς στὸν ὕπνο του γελάει,
μοῦ δροσίζει τὴν καρδιά.
Νὰ τί θέλει μιὰ μαμὰ
κι ἡ ζωὴ γλυκὰ περνάει.

Περιστέρι μου, κοιμήσου.
Μὴν τὸ ἀφήνεις ὕπνε, μὴ!
Νά ῾ναι πάντα τρυφερή,
σὰν περιστεριοῦ ἡ ζωή σου.

Νάνι, νάνι τὸ μωράκι.
Ὅλα ἔχουν κοιμηθεῖ,
νάνι, στὴν καλή μας γῆ.
Σοῦ κρατάω τὸ χεράκι.

Στὰ γλυκὰ χαμόγελά σου,
σὰν νὰ βλέπω τὸ Χριστό.
Ἤτανε κι αὐτὸς μωρὸ
κι ἔκλαιγε γιὰ τὴ μαμά σου.

Ἔκλαψε πολὺ πικρά,
ὅταν ἤτανε μωρό.
Τὼρα ὅταν σὲ κοιτῶ
μοῦ κρυφοχαμογελᾶ.

Μοῦ κρυφοχαμογελᾶ
κι εἶναι ἕνα γλυκὸ μωρό.
Μ᾿ ἕνα γέλιο παιδικό,
γίνονται ὅλα μιὰ χαρά.

[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]