Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιὰ
ψιλή μου δεντρολιβανιὰ
κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος,
ἐκκλησιὰ ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιο θρόνος.

Ἀρχὴ ποὺ βγῆκεν ὁ Χριστός,
ἅγιος καὶ πνευματικὸς
στὴ γῆ νὰ περπατήσει
καὶ νὰ μᾶς καλοκαρδίσει.

Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται
κι ὅλους μᾶς καταδέχεται
(ἤ, ἄρχοντες τὸν κατέχετε)
ἀπὸ τὴν Καισαρεία,
σὺ ‘σ᾿ ἀρχόντισσα κυρία.

Βαστᾷ εἰκόνα καὶ χαρτί,
ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτὶ καὶ καλαμάρι,
δὲς κι ἐμέ τὸ παλικάρι.

Τὸ καλαμάρι ἔγραφε,
τὴ μοῖρα μου τὴν ἔγραφε,
καὶ τὸ χαρτὶ ὡμίλει,
Ἅγιέ μου καλὲ Βασίλη.