Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, πρώτη τοῦ Γεναρίου.
Αὔριο ξημερώνεται τ᾿ Ἁγίου Βασιλείου.
Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία.
Βαστάει εἰκόνα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.
Τὸ καλαμάρι ἔγραφε καὶ τὸ χαρτὶ μιλοῦσε!
– Βασίλη πόθεν ἔρχεσαι καὶ πόθε κατεβαίνεις;
– Ἀπὸ τὴ μάνα μ᾿ ἔρχομαι καὶ στὸ σχολειὸ πηγαίνω,
νὰ μάθω τ᾿ ἅγια γράμματα καὶ τ᾿ ἅγιο Εὐαγγέλιο!
Σ᾿ αὐτὴν τὴν πόρτα πού ‘ρθαμε, πέτρα νὰ μὴ ραγίσει,
κι ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ,χρόνια πολλὰ νὰ ζήσει!
Νὰ ζήσει χρόνους ἑκατὸ καὶ νὰ τοὺς ἀπεράσει,
καὶ στῶν παιδιῶν του τὶς χαρὲς κουφέτα νὰ μοιράσει!
Σελ. 12