Ποὺ ὅλα του τά ‘χαν πάρει

Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσήμερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδηχτὸ βαρκάκι

Καὶ μία φούχτα λουίζα ποὺ τὴν εἶχε τρίψει στὰ μάγουλα ἑνὸς κοριτσιοῦ μεσάνυχτα νὰ τὸ φιλήσει (πῶς κουρναλίζαν τὰ νερά τοῦ φεγγαριοῦ στὰ πέτρινα τὰ σκαλοπάτια τρεῖς γκρεμοὺς πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα…)

Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα

Καὶ μήτ’ ἕνας πλάι του

Μονάχα οἱ λέξεις του οἱ πιστὲς πού ‘σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς

Καὶ ἀντίκρυ σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος μυρμηκιὰ οἱ χυμένες μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του

«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα – ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!» φώναξε κι ὅρμησε μὲς στὸ σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη

Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε ξεκινημένη ἀπὸ μακριά ἡ στερνὴ χλωμάδα νὰ τὸν κυριεύει.

III

Τώρα καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγορα οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατακόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια

Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κάθε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας γι᾿ ἄλλων καιρών πιὸ μακρινῶν τὸ εἰκόνισμα