Τῷ ὄντι, παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κουμπὼ δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ᾖλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη· ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.

-Τί ἔχεις κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.

-Ἂν δὲν ἔλθης, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καϋμό μου!

-Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.

Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενὴς καὶ εἶχεν δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθεν παρὰ τὴν κλίνην της καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμε ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της διὰ νὰ χαρῇ, ἦτο ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὴ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴ λαλιὰν εἰς τὸ στόμα.

-Πατέρα! Πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μία λειτουργία … μὲ τὴν μητέρα μαζί!… Εἶπε καὶ ἀπέθανε!

Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του … Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του εἰς τὴν ἐρημίαν … Ὁ τελευταῖος οὖτος χωρισμὸς ἦτο μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γείνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο μίαν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κουμπῶς: «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν, ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κουμπώ. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα «ἐπὶ γήρατος οὐδῶ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώση με εἰς καιρὸν γήρως … καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου, μὴ ἐγκαταλίπης με».