[…] Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἐμφανίσθηκαν κάποιοι «καινοτόμοι» ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι

«κατήργησαν αὐθαιρέτως τόν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσιν τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι᾿ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη».

[…] Ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ἔχει ἕνα παραδεδεγμένο τύπο, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ παραβεῖ «ἀποινεί», ἀφοῦ, «ρητῶς ἀπαγορεύεται πᾶσα καινοτομία εἴτε εἰς τὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ γραφικὴν καὶ τὴν λοιπὴν τῶν ναῶν διακόσμησιν, εἴτε εἰς τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ἄλλην λατρείαν».

«[…] Κατανυσσόμενοι καὶ ἑνοῦντες τὴν φωνὴν τῆς ψυχῆς μας εἰς τοὺς λυρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας ὕμνους τοὺς κατακηλοῦντας ἡμᾶς διὰ τῆς γλυκυτάτης βυζαντινῆς μούσας των, ἂς ἐνωτισθῶμεν τὴν μελαγχολικὴν κ᾿ ἐμπνέουσαν ἀκολουθίαν τοῦ Νυμφίου, ἐπιλαθόμενοι τοῦ γηΐνου κόσμου καὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ συναδελφούμενοι.

«Εἰσέλθωμεν εἰς τοὺς ναούς καὶ ἴδωμεν ἄλλον κόσμον, κόσμον Οὐράνιον. Ἑνωθῶμεν τοὐλάχιστον πνευματικῶς ἐκεῖ εἰς τὰς Ἐκκλησίας, γινόμενοι ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι ἴσοι ἀπέναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐκεῖ πρό τοῦ θυσιαστηρίου ἂς σιγήσουν τά πάθη, καὶ ἂς ὁμιλήσῃ ἡ καρδία, καὶ ἂς ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως…».