Ἀνάλογη ἀτμόσφαιρα δημιουργεῖται στὸ «Ἀγνάντεμα», ποὺ ἀρχίζει μὲ μιὰ ἀξιόλογη περιγραφή:

«Ἐπάνω στὸ βράχο τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἀπὸ παλαιοὺς λησμονημένους χρόνους, εὐρίσκετο κτισμένον τὸ ξωκλήσι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ὅλο τὸ χειμώνα παπὰς δὲν ἤρχετο νὰ λειτουργήσει. Ὁ βοριὰς μαίνεται καὶ βρυχᾶται ἀνὰ τὸ πέλαγος τὸ ἁπλωμένον μαυρογάλανον καὶ βαθύ, τὸ κύμα λυσσᾶ καὶ ἀφρίζει ἐναντίον τοῦ βράχου. Καὶ ὁ βράχος ὑψώνει τὴν πλάτη του γίγας ἀκλόνητος, στοιχειὸ ριζωμένον βαθιὰ στὴν γῆν, καὶ τὸ ἐρημοκλήσι λευκὸν καὶ γλαρόν, ὡς φωλεὰ θαλασσαετοῦ, στεφανώνει τὴν κορυφήν του».

Ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ «Ἀμερικάνος». Ξεκινᾶ μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ Δημήτρη τοῦ Μπέρδε, ὅπου:

«ὁμοίαζε τὴν ἑσπέραν ἐκείνην μὲ βάρκαν κατὰ τὸ φαινόμενον φουρτουνιασμένη, δευτερόπριμα πλέουσαν, πληττομένην ὑπὸ τῶν κυμάτων τὴν μίαν πλευράν, μὲ τὸ ὕδωρ εἰσπηδὸν ἀπὸ τὴ κουπαστὴ καὶ ραντίζον τοὺς δυστυχεῖς ἐπιβάτας· ὅπου ὁ κυβερνήτης της καὶ ὁ ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες καὶ λαμβάνοντες προστάγματα εἰς ἀκατάληπτον γλώσσαν, ὁ μὲν ἰθύνων μετὰ βίας τὸ πηδάλιον, ὁ δὲ λύων καὶ δένων τὰ ἱστία, βοηθὼν διὰ τῆς κώπης ἐκ τοῦ ὑπηνέμου, ἀμφότεροι τρέχοντες ἀπὸ τὴν πρύμνην εἰς τὴν πρώραν, καταπτοόντες τοὺς ἀπειροτέρους τῶν ἐπιβατῶν, περιρραινομένους ἀπὸ τὸ ἀφρίζον κύμα, ὀσφραινομένους ἐγγύθεν καὶ γευομένους τὴν ἅλμην. Ἐξημέρωναν Χριστούγεννα καὶ ἕκαστος τῶν πελατῶν ἐπεθύμει νὰ κάμει τὰ ὀψώνιά του».

Στὴ συνέχεια «ὁ καπετὰν Γιάννης διηγεῖτο διὰ μακρῶν τὰ τοῦ τελευταίου ταξιδίου του». Καὶ τοῦ θέτει ἡ παρέα τὴν ἐρώτηση: