Τὰ παιδιὰ ἔκρουσαν τὴν θύραν.

– Νὰ ῾ρθοῦμε νὰ τραγουδήσουμε θειά;

Μετὰ μίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἔνδοθεν βῆμα, ἠνοίχθη ἡ θύρα καὶ γραιὰ μὲ μαύρην μανδήλαν προκύψασα, εἶπε μὲ θλιβερὰν φωνήν:

– Ὄχι, παιδάκια μ᾿, τί νὰ τραγδῆστε ἀπὸ ἐμᾶς; Ἔχουμε ἐμεῖς κανέναν; Καλὴ χρονίτσα νά ῾χετε κι σύρτε ἀλλοῦ νὰ τραγ᾿δῆστε.

Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θειὰ Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας ἐξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ κώδωνες ἐκλάγγαζαν θορυβωδῶς, πόσον ἐξεπλάγησαν ἰδόντες τὴν οἰκίαν τῆς πτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐδέχοντο τὰ παιδία νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ τὰ ἀπέπεμπον μὲ τὰς φράσεις «δὲν ἔχουμε κανένα» καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπό μας;» κατάφωτον, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοικτὰ (…)

Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἤργησαν νὰ πληροφορηθούσιν (…) Ὁ ξενιτευμένος γαμβρός, ἀπὸ εἰκοσαετίας ἀπών, ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἀφήσας ποὺ ἴχνη (…) εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἶχεν ἐργασθεῖ ὡς ὑπεργολάβος εἰς μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης εἰς φυτείας κι΄ἐπανῆλθε μὲ χιλιάδας τινας ταλλήρων εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ὅπου ἐπανεῦρεν ἠλικιωθείσαν, ἀλλ᾿ ἀκμαίαν ἀκόμη τὴν πιστήν του μνηστήν.