Ἄρα, τὰ λεγόμενα περὶ μετατροπῆς τοῦ σχολείου σὲ ἐξεταστικὸ κέντρο, περὶ μεγάλου ποσοστοῦ ἀπόρριψης καὶ διαρροῆς τῶν μαθητῶν, περὶ αὔξησης τῆς προσφυγῆς στὰ φροντιστήρια κ.λπ., ἂν δὲν ἔχουν ἁπλὰ ἀντιπολιτευτικὰ κίνητρα, εἶναι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα πρὸς τὴν ἐπιδιωκόμενη ἀποκατάσταση τοῦ φυσικοῦ ρόλου τοῦ σχολείου καὶ τοῦ κύρους τῶν ἐκπαιδευτικῶν.

Παράλληλα, ἡ μείωση τῆς ὕλης καὶ ἡ ἐμβάθυνση ἀντὶ τῶν μέχρι τοῦδε ὑπερβολῶν στὴν ἔκταση τῆς ὕλης, ἡ μείωση τῶν ἐξεταζομένων μαθημάτων κ.λπ. βοηθάει σὲ μία ἄλλη θεώρηση τοῦ περιεχομένου καὶ τοῦ ρόλου τοῦ σχολείου.

Πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση ἀποσκοπεῖ καὶ μία λελογισμένη αὐστηρότητα στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ σχολείου ποὺ οἱ ἐκπαιδευτικοὶ τῆς μαχόμενης Ἐκπαίδευσης γνωρίζουν πόσο ἀναγκαία εἶναι : νὰ μὴ περνάει δηλ. ὁ μαθητὴς στὴν ἑπόμενη τάξη μὲ βαθμοὺς στὴ γλώσσα καὶ στὰ μαθηματικὰ κάτω τοῦ 10 (μέχρι σήμερα περνοῦσε μὲ 3 καὶ μὲ 4, συμψηφίζοντάς τα μὲ ἄλλα μαθήματα).

Ποιοί φοβοῦνται, λοιπόν, τὴν «Τράπεζα Θεμάτων» καὶ τὴν ὅλη ἀναβάθμιση τοῦ Νέου Λυκείου, ποὺ εἶναι καρπὸς μίας σειρᾶς προσπαθειῶν ὅλων τῶν τελευταίων ὑπουργῶν παιδείας, ἀπὸ τὴ Μαριέττα Γιαννάκου καὶ τὸν Ἄρη Σπηλιωτόπουλο μέχρι τὴν Ἄννα Διαμαντοπούλου καὶ τὸν Κωνσταντῖνο Ἀρβανιτόπουλο;