Ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει ὅταν αὐτὸς ὑποτάσσεται στὴν μέριμνα γιὰ τὴν ἐπιβίωση, τὴν φροντίδα νὰ κυριαρχήσῃ, τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναγνωρίζεται.

Ἀντικαθιστᾷ τὸ παιγνίδι μὲ τὴν διασκέδαση. Ἡ διασκέδαση ὅμως σημαίνει βιωματικό ἐξαναγκασμό, δουλεία, διχασμὸ προσωπικότητας, πρόσκαιρη ἀνάπαυλα τοῦ ἄγχους, φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, διάλυση καὶ διασκορπισμὸ τῆς προσοχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς, ἀποφυγὴ τῆς ἐργασίας, διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸ ἄμεσο περιβάλλον καὶ συγκυλισμὸ μὲ ποικίλα ἄτομα.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ διασκεδάζει δὲν ἔχει δημιουργικότητα, ζητάει τὴν ἀργία, θέλει τὴν συντροφιὰ γιὰ νὰ κρύβει τὴν μοναξιά του. Ὁ πολιτισμὸς τῆς διασκέδασης ὁδηγεῖ στὴν πνευματικὴ πενία, τὴν ἁμαρτία, τὸν ἀκένωτο πόνο καὶ τὴν προσμονὴ τῶν διακοπῶν ἢ τῆς σύνταξης. Δὲν εἶναι ἀνάπαυση, δὲν εἶναι οἰκοδομή, εἶναι ἀπώλεια τῶν παιδικῶν θησαυρῶν καὶ βιωμάτων, βύθισμα στὴν ἀπελπισία τῆς ἀχρηστίας τοῦ χρόνου καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ματαιότητας. …

Ἂς ποιήσουμε καθένας τὸν δικό του παράδεισο — τὴν καρδιά μας, τὸν οἶκο μας. Ἂς ἐνδιαφερθοῦμε «τῇ ἀρχιτεκτονίᾳ τοῦ πνεύματος» (Γρηγ. Θεολόγου, Λόγος 19, Patrologia Graeca 35, 1052c), νὰ τὸν καταστήσουμε ἀναπαυτικὸ στὸν Θεό, γιὰ νὰ παίζει μὲ εὐχαρίστηση μαζί μας. Κι ἐμεῖς νὰ εὐλογοῦμε «τὸν ποιήσαντα καὶ μεθύσκοντα ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ» (Σοφ. Σειρ. 32.13)