Ταυτόχρονα ὁ θεατὴς τῆς ταινίας διαπιστώνει γιὰ τὸ παρόν του πὼς εἶναι νεκρὸ σὲ σύγκριση μὲ ἐκεῖνο τὸ παρελθόν, γιὰ πρώτη φορὰ ὅταν ὁ Γκὶλ ἐπιστρέφει γιὰ νὰ συνεννοηθεῖ μὲ τὸν Χέμινγουέη, ἀλλὰ ἔχοντας μεταφερθεῖ ἤδη στὸ τυπικὸ παρόν, ὁπότε στὴν θέση τοῦ λογοτεχνικοῦ καφὲ ἀντικρύζει ἕνα κατάστημα πλυντηρίων.

Τὸ μέρος αὐτὸ τῆς ταινίας θὰ ἔπρεπε νὰ προσέξουν οἱ δάσκαλοι κάθε βαθμίδας καὶ ἡλικίας, σὰν μιὰ κινηματογραφικὴ μαρτυρία τοῦ τί συμβαίνει ὅταν διδασκόμαστε σωστὰ τὴν γονιμότητα τοῦ παρελθόντος, ὅπου ὄχι μόνο δὲν νοεῖται ἡ συνήθης γιὰ τὰ σχολεῖα θανατηφόρος ἀνία ἀλλὰ ζωντανεύουν τὰ πρόσωπα καὶ τὸ ἐξαγνισμένο ἀπὸ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου παρελθόν τους φανερώνεται πιὸ οἰκεῖο καὶ πραγματικὸ σὲ σύγκριση μὲ τὸ μῖγμα ἀξίας καὶ ἀπαξίας ποὺ συκοφαντεῖ τὴν καθημερινότητα τοῦ χρονολογικοῦ παρόντος.

Αὐτὸ ποὺ κάνει πιὸ ἀληθινοὺς ὅσους συναντάει ὁ Γκὶλ τὰ μεσάνυχτα εἶναι ἡ ἐγγύτητά τους στὴν σκέψη, στὴν ἐξέταση τοῦ βίου, στὴν ἀφοσίωση στὸ νόημα, ὅ,τι ἀκριβῶς λείπει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν μελλοντικὴ σύζυγό του, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπιτέλους ἐλευθερώνεται.