Μερικοί που δεν τους κόβει λένε: «Αν υπήρχε Θεός, δεν θα άφηνε να γίνωνται συνέχεια εγκλήµατα, θα τιµωρούσε τους εγκληµατίες». ∆εν καταλαβαίνουν ότι ο Θεός αφήνει τους εγκληµατίες να ζήσουν, για να είναι αναπολόγητοι την ηµέρα της Κρίσεως, που δεν µετανόησαν, παρόλο που τους έδωσε χρόνια, για να µετανοήσουν, ενώ εκείνους που σκοτώνονται θα τους τακτοποιήση.
Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούµαστε να ανησυχούµε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγµατικά τον αγαπάµε και θέλουµε να συναντηθούµε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουµε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.
Όπως ένας µεθυσµένος, αν σκοτώση λ.χ. την µάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεµεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν µεθυσµένοι. ∆εν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όµως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η µέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα µάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώµα, κινείται, βλέπει, αντιλαµβάνεται µε µια ασύλληπτη ταχύτητα.