Ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ἔχει τὴν σάρκα του, μοιάζει μὲ ἀναμμένο κερί. Ὅπως τὸ κερί εἶναι προορισμένο νὰ λιώσει, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ πεθάνει.

Ἡ ψυχή του ὅμως εἶναι ἀθάνατη, γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ μεριμνοῦμε περισσότερο γιὰ τὴν ψυχή παρὰ γιὰ τὸ σῶμα:

«Τὶ ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του; Ἢ τὶ μπορεῖ νὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ψυχή του;» (Ματθ. 16.26)

Ὅπως τὸ κερί ἂν δὲν ζεσταθεῖ καὶ δὲν μαλακώσει, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ πάνω του σφραγίδα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ἂν δὲν δοκιμαστεῖ μὲ τοὺς κόπους καὶ τὶς ἀσθένειες, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ πάνω της τὴ σφραγίδα τῆς ἀρετῆς.

Ἡ περιττὴ μέριμνα γιὰ τὰ βιοτικὰ πράγματα εἶναι γνώρισμα ἄνθρωπου ἄπιστου καὶ μικρόψυχου.

Καὶ εἶναι συμφορά, ἂν φροντίζουμε οἱ ἴδιοι γιὰ τὸν ἑαυτό μας, καὶ δὲν στηριζόμαστε στὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γιὰ μᾶς.

Εἶναι καλύτερο νὰ περιφρονοῦμε ὅσα δὲν εἶναι δικά μας, δηλαδή τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ παροδικά, καὶ νὰ ζητᾶμε τὰ δικά μας, δηλαδὴ τὰ ἄφθαρτα καὶ τὰ αἰώνια.

Τίποτε δὲν συμβάλλει τόσο στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης, ὅσο ἡ σιωπὴ καὶ ἡ συζήτηση μὲ τὸν ἑαυτό μας μᾶλλον παρὰ μὲ τοὺς ἄλλους.