“Κι ἂν μᾶς ἔρθει ἕνας φτωχός, μετὰ βίας μιλῶντας ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἀποστρεφόμαστε τὸν ἄνθρωπο μὲ βδελυγμία, βιαζόμαστε νὰ τρέξουμε μακριά, σὰν νὰ φοβόμαστε ὅτι ἂν βαδίσουμε πιὸ ἀργά, θὰ μᾶς μεταδόσει κάτι ἀπὸ τὴ συμφορά του.

“Ἂν γύρει τὸ βλέμμα του στὴ γῆ, ἀπὸ ντροπὴ γιὰ τὴ συμφορά του, λέμε ὅτι προσποιεῖται καὶ ὑποκρίνεται. Ἂν πάλι μᾶς κοιτάζει μὲ παρρησία γιατὶ τὸν θερίζει ἡ πεῖνα, τὸν λέμε θρασὺ καὶ ἄγριο.

“Ἂν συμβεῖ νὰ φοράει καλὰ ροῦχα ποὺ κάποιος τοῦ ἔχει δώσει, τὸν διώχνουμε ὡς ἄπληστο καὶ ὁρκιζόμαστε ὅτι παριστάνει τὸν φτωχὸ χωρὶς νὰ εἶναι, ἐνῶ ἂν σκεπάζεται μὲ σάπια κουρέλια, καὶ πάλι τὸν διώχνουμε ὡς βρωμερό.

“Κι ἂν βάζει μέσα στὶς ἱκεσίες του τὸ ὄνομα τοῦ Δημιουργοῦ, κι ἂν μᾶς ἐξορκίζει συνέχεια νὰ μή μᾶς βροῦν τὰ δικά του παθήματα, οὔτε τότε δὲν μπορεῖ νὰ λυγίσει τὴν ἀνελέητη προαίρεση” (Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ μή προσηλῶσθαι τοῖς βιωτικοῖς, PG 31, 553).

Πίσω ἀπὸ τὸν ἐθιμισμό, τὴν μικροψυχία, τὴν πονηριὰ καὶ τὸ μῖσος ἡ ὕπαρξη μένει γυμνὴ ἀπὸ τὴν ἀξία της. “Ἔτσι συμβαίνει μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν στὴν ἄγνοια,” ἐξηγεῖ ὁ Ἔκκαρτ, “δὲν γνωρίζουν τί εἶναι ὁ Θεός, καὶ ὅμως νομίζουν καὶ φαντάζονται πὼς εἶναι ζωντανοί…”