Ἂν ἔστω γινόταν ἀποδεκτὸ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι οὔτε κἂν ἱστορικὸ πρόσωπο καὶ πάντως ὄχι Θεός, ἡ χριστιανοσύνη θὰ ὄφειλε νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἀρχή της σὲ κάποιον Ἑβραῖο ποὺ ἐπινόησε ἕνα παραμύθι γιὰ τὴ γέννηση, τὴ σταύρωση καὶ ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ, τὴ διδασκαλία Του, τὰ πάντα.
Καὶ βρέθηκαν ἄλλοι ποὺ σκέφτηκαν μὲ τὸν τρόπο τους τὴν ἴδια ψεύτικη ἱστορία, καὶ ἄλλοι ποὺ διασκεύαζαν τὰ ἔργα τῶν προηγούμενων, καὶ ὁλόκληροι πληθυσμοὶ ἔδιναν τὴ ζωή τους σὲ μιὰ ἀπάτη, ποὺ ἤδη ἄλλοι φρόντιζαν νὰ διαδίδουν θυσιάζοντας καὶ τὴ δική τους ζωή, ἐνῶ ὁλόκληρες κοινότητες Ἑλλήνων — ὣς τότε πλήρως ἀδιάφορων γιὰ ὁτιδήποτε ἑβραϊκὸ — λατρεύοντας τὸν ἐσταυρωμένο ‘βασιλιᾶ’ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐγκαταλείποντας τὶς θρησκευτικές τους παραδόσεις ἐκτέθηκαν στοὺς πιὸ ἀνελέητους διωγμούς, θυσιάζοντας καὶ τὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν τους γιὰ νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, μὲ ἀποτέλεσμα ἕνα τεράστιο πλῆθος μαρτύρων καὶ μιὰ κοσμογονικὴ ἔκρηξη, τὴν ἀλλαγὴ ὄχι ἑνὸς παρακατιανοῦ ἀλλὰ τοῦ ἴδιου τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀπ’ ὅπου ἄρχισε ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἡ ἵδρυση ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν πολιτισμῶν.