Ξαφνικὰ ξέσπασε ἀπὸ ὅλους ἕνας ἀνεμοστρόβιλος ἀπὸ φωνές, πάμπολλες ὅπως ἡ ἄμμος ποὺ στροβιλίζεται ἀπὸ μανιασμένο ἄνεμο. Ὡστόσο μία χαρὰ φανερωνόταν μέσα στὸν ἔρημο αἰθέρα.
Μιὰ μαυροφόρα γυναῖκα στάθηκε ψηλά, καὶ ἡ ἀγκαλιὰ ποὺ ἄνοιξε πρὸς ὅλους, κοιτάζοντας ὅλους, ἦταν φανερὰ ἐκείνη ποὺ ἔσφιξε μητρικὰ τὸν Σωτῆρα.
—
Εἰς Ποιήματα καὶ Πεζά, ἐπιμ. Στυλ. Ἀλεξίου, Ἀθήνα 1994.
Σελ. 12