H πρώτη εἰκόνα εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς «ὀνειρικότητας», τὴν ὁποία, ὅπως εἴπαμε, βιώνουν οἱ δυὸ ἥρωες· ἡ αἴσθηση ἑνὸς βυθοῦ, ὅπου βρίσκονται ναυαγισμένοι: «Εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ ὑποβρύχιον τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις. […] Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾿ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλλα, τὰ ὡρολόγια, […] τὰ ναυάγια…» (Παπ.) – «Τόσοι καὶ τόσοι εἶναι οἱ πνιγμένοι / κάτω στῆς θάλασσας τὸν πάτο. // Τὰ δέντρα μοιάζουν μὲ κοράλλια / ποὺ κάπου ξέχασαν τὸ χρῶμα / τὰ κάρα μοιάζουν μὲ καράβια / ποὺ βούλιαξαν καὶ μείναν μόνα…» (Σεφ.).

H δεύτερη εἰκόνα εἶναι ἐκείνη ἑνὸς μαραζωμένου (Σεφ.) / μαρασμένου (Παπ.) καὶ ἄσφαιρου ἐρωτιδέα (ἐρωτιδέων), ποὺ προσπαθεῖ, μέσα στὸ λευκὸ τοπίο, νὰ χτυπήσει, σὰν νὰ ἦταν πουλιά, τὶς καρδιὲς / ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων: «Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!.. νὰ εἶχε βρόχια… […] Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γέρο-Φερετζέλη […] νὰ στήνη βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια διὰ νὰ συλλάβη τὶς ἀθῶες καρδιὲς ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια. […] Τὰ κοσσυφάκια […] καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς του» – «Fog»: «εἶναι οἱ ἀγγέλοι τους μαράζι. // Κι οἱ ἀγγέλοι ἀνοῖξαν τὰ φτερά τους / μὰ χάμω χνότισαν ὁμίχλες / δόξα σοι ὁ θεός, ἀλλιῶς θὰ πιάναν / τὶς φτωχιές μας ψυχὲς σὰν τσίχλες».