Άλλη η οδύνη της υπερηφάνου απογνώσεως, και άλλη η της ευσεβούς ψυχής όταν ο Θεός παραχωρή εις τον διάβολον να ποιήση πόλεμον μετ’ αυτής. Ο τελευταίος ούτος πειρασμός είναι άκρως βαρύς και παραχωρείται σπανίως.
Όταν το πρώτον ο κατά πρόνοιαν Θεού εγκαταλελειμμένος άνθρωπος αισθάνηται να πλησιάζη εις αυτόν ο σατανάς, τότε όλον το είναι αυτού, και η ψυχή και το σώμα, δεινώς καταλαμβάνονται υπό οδύνης και φόβου μεγάλου, όστις δεν συγκρίνεται προς τον φόβον τον προκαλούμενον εκ των εγκληματιών και των φονέων, επειδή εν τούτω ενυπάρχει σκότος αιωνίου απωλείας. Η ψυχή τότε γνωρίζει ΤΙ εστι διάβολος. Γνωρίζει την συντριπτικήν δύναμιν και την φοβεράν σκληρότητα αυτού, έκπληκτος δε εκ του κολοσσιαίου του ισταμένου ενώπιον αυτής κακού συνθλίβεται όλη. Εκ της φρίκης και του τρόμου συσφίγγεται, και διαμένει παραλελυμένη, μη ευρίσκουσα εν εαυτή δύναμιν να προσευχηθή. Απουσιάζει ο Θεός-Αντιλήπτωρ, και μόνον ο εχθρός είναι παρών και λέγει εις αυτήν: «Είσαι υπό την εξουσίαν μου … Και επί Θεόν μη έλπιζε· αλλ’ επιλάθου Αυτού». Εν αυτή τη ώρα η ψυχή, μη επιθυμούσα να δεχθή τον διάβολον, είτε άνευ λόγων μνημονεύει του Θεού είτε, εν τη καλυτέρα περιπτώσει, επικαλείται το Όνομα Αυτού. Μόνον μετά παρέλευσιν χρόνου έρχεται εις επίγνωσιν ότι κατά τον αγώνα τούτον ο Θεός ιδιαιτέρως προσέχει αυτήν.