Ἡ Ἀνάσταση. Καὶ γέμισε χαρά,
λουλούδισε ἡ ψυχή μου σὰν τὸ κρίνο.
Κι ἀνοίγω τῆς λαχτάρας τὰ φτερά,
ψηλὰ μὲς στῆς αὐγῆς τὰ φωτερὰ
γαλάζιο ἕνα ἀστροφῶς κι ἐγὼ νὰ γίνω.
Ἀνάσταση. Τὰ σήμαντρα χτυποῦν.
Κι ὅλα τὰ δένδρα ἀνθίζουν πέρα ὡς πέρα.
Στὸν κόσμο αὐτὸ ἂς μάθουν ν᾿ ἀγαποῦν
ὅσοι τὸ μίσος ἔσπειραν κι ἂς ποῦν
«Χριστὸς Ἀνέστη ἐτούτη τὴν ἡμέρα».