Τὴν πρώτη Πέμπτη κάθε Μάη, λάμπουν τὰ πρόσωπά τους.
Δυό-δυὸ μέσα στὰ κόκκινα, τὰ μπλέ, τὰ πράσινά τους,
περνοῦν παιδιά, παιδιὰ ὀρφανά.
Οἱ παιδονόμοι πᾶν μπροστά.
Ἔχουνε χιόνια στὰ μαλλιὰ
κι ἔχουνε χέρια καθαρὰ.
Τώρα ποὺ φτάνουνε κοντὰ
στὸν Ἅγιο Παῦλο, ὁ Τάμεσης, λές, φούσκωσε, ζυγώνει!
Γιὰ δές ἐκεῖ, τῆς πολιτείας τ᾿ ἀνθάκια μαζεμένα:
πλῆθος μεγάλο, συντροφιές, ὁλόκληρα λουσμένα
μέσα σὲ φῶς ἀγγελικό.
Ξάφνου ἀκούεται βουητό,
σὰν νὰ περνάει χαρωπὸ
κοπάδι ἀρνιά. Στὸν οὐρανὸ
κάθε παιδάκι δύστυχο τ᾿ ἀθῶα χέρια ὑψώνει.
Κορίτσια ἀγόρια τραγουδοῦν χιλιάδες. Πῶς φυσάει
ἡ μελωδία δυνατά κι ἀστράφτει καὶ βροντάει,
ἐκεῖ ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς
ποὺ περιμένουν τοὺς σοφούς:
ὅσους βοήθησαν φτωχούς.
Ἔλεος γιὰ τοὺς ὀρφανοὺς!
Ὅποιος κλείνει τὴν πόρτα του σ᾿ ἄγγελο, μετανιώνει.
[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]