Οἱ στάσεις τους εἶναι μετωπικὲς καὶ ἱεραρχικές, τὰ πρόσωπα μὲ ὑποτυπώδη ἔκφραση, αὐστηρὴ καὶ κάποτε, σχεδὸν βλοσυρή, οἱ πτυχώσεις σχεδιασμένες μὲ εὐθεῖες γραμμὲς καὶ λιγοστὲς καμπύλες προσεκτικὰ ζυγισμένες, ἔτσι ποὺ δίνουν τὴν ἐντύπωση σὰν νὰ εἶναι τραβηγμένες μὲ τὸν χάρακα. Τεντωμένες σὰν τὴν νευρὴ τοῦ δοξαριοῦ, σὰν ὑποτείνουσες τριγώνων, σὰν χορδὲς κύκλων, σὰν παραβολὲς καὶ ὑπερβολές, γραμμένες, χαραγμένες, καρφωμένες στὴν σανίδα ἢ τὸ σοβά, ἔτσι, ποὺ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ξεφύγουν, νὰ χαλαρώσουν, νὰ ξετεντωθοῦν, νὰ λυγίσουν καὶ νὰ μαραθοῦν.

Εἶναι μία νοητὴ κατασκευὴ ποὺ ἔχει ὄγκο , ἀλλὰ ἐλάχιστο ὄγκο, ποὺ καταλαμβάνει τὸν τρισδιάστατο χῶρο, ἀλλὰ τὸν καταλαμβάνει μόλις. Ποιὸς κατ´ ἀρχὴν ἐφεῦρε καὶ ἐπενόησε τὸ στὺλ αὐτὸ τῆς ζωγραφικῆς εἶναι ἄγνωστον, ἀλλὰ κάποιος σοφὸς καὶ ἰδιόμορφος καὶ τολμηρὸς τεχνίτης πρέπει νὰ συνέθεσε τὰ ἰδιάζοντα τοῦτα στοιχεῖα. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγεννήθηκαν σποραδικὰ καὶ τυχαῖα καὶ σὺν τῷ χρόνῳ. Ἡ ἀφετηρία βεβαίως βρίσκεται ὅπως ξέρουμε στὴν ἑλληνιστικὴ τέχνη τῆς παρακμῆς κυρίως.

Πράγματι, ἡ βυζαντινὴ τεχνοτροπία ἔχει διαφυλάξει πιστὰ τὸ μάθημα τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Κάτω ἀπὸ τὴν αὐστηρή, τὴν ἄτεγκτη καὶ σκληρὴ παρουσία της, βρίσκεις, ἂν σκάψεις, ὅλη τὴ γνώση τῶν ἐπιπέδων, ἀξόνων, συνθέσεων, φωτοσκιάσεων καθὼς καὶ τῆς ἀναγλυφικότητος κατὰ τὸ σύστημα τῆς ἀρχαίας. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ τέχνη κάποιοι διανοούμενοι καὶ δαιμόνιοι πρωτομάστορες διεμόρφωσαν πρῶτοι, καθὼς ὑποπτεύομαι, ἄγνωστον πότε, ἀλλὰ ἴσως κατὰ τὸν 3ο μ. Χ. αἰώνα τὸν ἀπόκοσμο τοῦτο βυζαντινὸ ρυθμό. Δὲν ἀρκέστηκαν νὰ υἱοθετήσουν τὴν γνώση τοῦ χρώματος, τὴν κλασσικὴ γραμμή, τὴν ἔννοια τῆς συνθέσεως. Πῆραν καὶ κάποιες νοητὲς ἀρχὲς ποὺ ἀνάγονται σὲ δυὸ πηγές: Ἀφ´ ἑνός, στὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ μαθηματικοῦ γεωμέτρου Ἤρωνος , ὅπως εἶναι τὰ «πνευματικά» καὶ ἡ «Κατοπτρική». Ἀφ´ ἑτέρου, στὶς μεταφυσικὲς καὶ αἰσθητικὲς θεωρίες τοῦ Πλωτίνου, καὶ μέσω αὐτοῦ τῆς θεωρίας τῶν ἰδεῶν τοῦ Πλάτωνος.