Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά·
κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος, ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιος θρόνος.
Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὸν κάβο Πάπα,
βαστάει καὶ στὴν πλάτη του μία μαλλιαρὴ θυλάκα,
νὰ βάλει μέσα τὰ ψωμιά, τὶς τηγανίτες, τὰ λεφτά.
-Ἐσένα, ἀφέντη, πρέπει σου καρέκλα καρυδένια,
γιὰ ν᾿ ἀκουμπᾷς τὴ μέση σου τὴ μαργαριταρένια.
-Καὶ πάλι ξαναπρέπει σου, βάλε στραβὰ τὸ φέσι σου
καὶ δίπλα τὸ βρακί σου, γιὰ νὰ σκάσουν οἱ ἐχθροί σου.
-Πολλά ‘παμε τ᾿ ἀφέντη μας ἂς ποῦμε τῆς κυρᾶς μας.
-Κυρὰ ψηλὴ, κυρὰ λιγνή, κυρὰ ταπανοφρύδα
ποὺ ἔχεις τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στῆθος,
καὶ τοῦ κοράκου τὰ φτερὰ τἄχεις ταπανοφρύδια
ποὺ ὅταν λουστεῖς καὶ χτενιστεῖς καὶ πᾷς στὴν ἐκκλησιά σου
ἡ στράτα ρόδα γέμισε ἀπ᾿ τὴν περπατησιά σου.
Σελ. 12