Κόρες παρθένες φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τους ἕνα θερινὸ ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν σταλάζοντας ἰώδιο τὰ κλωνάρια

Τοῦ ῾φερναν

Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε στὴ μεγάλη καταβόθρα νὰ καταποντίζονται πλῶρες μαύρων καραβιῶν τ᾿ ἀρχαῖα καὶ καπνισμένα ξύλα ὄθε μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεομήτορες ἐπιτιμούσανε

Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα σωρὸς τὰ χτίσματα μικρὰ μεγάλα θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα

Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του ἄσπαστη κειτάμενος

Αὐτὸς

ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!