Τὸ πόρισμά μου, τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθέν, καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει συλλογισμοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο: «Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη· καὶ τὰ δένδρα, ὅσα βλέπομεν, εἶναι γυναῖκες!»

Πλὴν δὲν ἐξύπνησα ἀκόμη, πρὶν ἀκούσω τί ἔλεγε τὸ φάσμα· ἡ κόρη – ἡ δρῦς, εἶχε λάβει φωνὴν καὶ μοὶ ἔλεγεν:

– Εἰπὲ νὰ μοῦ φεισθοῦν, νὰ μὴ μὲ κόψουν… διὰ νὰ μὴ κάμω ἀκουσίως κακόν. Δὲν εἶμ᾿ ἐγὼ νύμφη ἀθάνατος· θὰ ζήσω ὅσο αὐτὸ τὸ δένδρον…

Δὲν ἐνόησα τίποτε ἀπὸ τὸ μαντικὸν ὄνειρον. Ἀργότερα ἐδιδάχθην ἀπὸ ἐγχειρίδιον Μυθολογίας ὅτι ἡ Ἀμαδρυὰς συναποθνήσκει μὲ τὴν δρῦν, ἐν ᾗ εὑρίσκεται ἐνσαρκωμένη…

Μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν ξενιτευμένος ἀπὸ μακροῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ χωρίον μου, κ᾿ ἐπεσκέφθην τὰ τοπία ἐκεῖνα, τὰ προσκυνητήρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δὲν εὗρον πλέον οὐδὲ τὸν τόπον ἔνθα ἦτο ποτὲ ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τὸ πάγκαλον καὶ μεγαλοπρεπὲς δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα τῶν δρυμώνων.

Μία γραία μὲ τὴν ρόκαν της, μὲ δυὸ προβατίνας τὰς ὁποίας ἔβοσκεν ἐντὸς ἀγροῦ πλησίον, εὐρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της.

Ὅταν τὴν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ «Μεγάλο Δέντρο», τὸ ὁποῖον ἦτο ἕνα καιρὸν ἐκεῖ, μοὶ ἀπάντησεν:

– Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργένης τὸ ἔκοψε… μὰ κ᾿ ἐκεῖνος δὲν εἶχε κάμει νισάφι μὲ τὸ τσεκοῦρι του· ὅλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακὰ πράματα… Σὰν τὸ ᾿κοψε κ᾿ ὕστερα, δὲν εἶδε χαΐρι καὶ προκοπή. Ἀρρώστησε, καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε… Τὸ Μεγάλο Δέντρο ἦταν στοιχειωμένο.