Γράφομεν ταῦτα, διότι ἔχομεν λόγους νὰ πιστεύωμεν ὅτι πολλοὶ τῶν ἱερέων, χαριζόμενοι εἰς τὴν τυφλὴν καὶ μωρὰν πολλάκις φιλοστοργίαν ἀμαθῶν καὶ προληπτικῶν γονέων, οἵτινες νομίζουν, ὅτι κάτι θὰ πάθη τὸ χαϊδευμένον νεογνόν των ἐν τῇ ἱερᾷ κολυμβήθρᾳ, ἐκτελοῦσι σχεδὸν ράντισμα, καὶ ὄχι βάπτισμα.

Οἱ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγγνωστοί, διότι ἠγνόησαν τὴν ἔννοιαν τοῦ ἑλληνικοῦ ρήματος βαπτίζω, baptizo, ὅτι δηλ. σημαίνει βάπτω, βυθίζω, βουτῶ, οἱ Ἕλληνες ὅμως δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὴν ἁγνοήσωσιν.

Εἶναι καιρὸς νὰ φυλαχθῆ ὁ ἱερὸς οὖτος τύπος, διότι ἂν ἐξακολουθήση ἡ ἀμάθεια τοῦ κλήρου, καὶ πληθυνθῆ ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀσέβεια, μετὰ μίαν γενεάν, ὄτε θὰ εἴμεθα μισοβαφτισμένοι ὅλοι, θὰ δεήση νὰ διαταχθῆ γενικὸς ἀναβαπτισμὸς ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου, ἀρρένων καὶ θηλέων. Διότι πρέπει νὰ εἴμεθα συνεπεῖς. Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἰς μὲν τοὺς προσερχόμενους ἐκ τῶν Δυτικῶν εἰς τοὺς κόλπους της ἐπιβάλλει τὸν ἀναβαπτισμόν, τοὺς δὲ Ἀρμενίους τοὺς μυρώνει μόνον, καὶ τοῦτο διότι οὖτοι μὲν εἶναι κανονικῶς βεβαπτισμένοι διὰ τριῶν ἀναδύσεων καὶ καταδύσεων, ἐκεῖνοι δὲ ἀτελῶς μόνον διὰ ραντισμοῦ. «Συντηρώμεθα χάριτι, πιστοί, καὶ σφραγίδι, ὡς γὰρ ὄλεθρον ἐφυγον, Ἑβραῖοι, φλιᾶς πάλαι αἱμαχθείσης, οὕτω καὶ ἡμῖν ἐξόδιον τὸ θεῖον τοῦτο, τῆς παλιγγενεσίας λουτήριον ἔσται, ἕνεκεν καὶ τῆς Τριάδος, ὀψόμεθα φῶς τὸ ἄδυτον».