Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτὴ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρι οὗ σημάνη ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾿ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὠδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δυὸ οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.

Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἠμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς.

– Δόσε μου τὸ κλειδί, ᾖλθε ὁ ἄντρας σου.

– Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.

Καὶ ἀντὶ νὰ δώση τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.

Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας, βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.

– Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.

– Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.

– Ὄχι, δὲν εἶναι σου λέω τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δυὸ ἄγκουρες ἀραγμένη καὶ καθισμένη.