Ἡ κατ’ ἐξοχὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ προσευχή, δὲν εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη ‘κανονισμένη’ συνήθεια, ποὺ συμβαίνει ἐκεῖνες καὶ ὄχι ἄλλες ὧρες, ἐνδεχομένως σὲ συγκεκριμένο χῶρο, ἂς ποῦμε στὸν ναό, εἴτε ἐκτάκτως, ὅταν οἱ περιστάσεις ἀπαιτήσουν ἰδιαίτερη εὐχαριστία ἢ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ καὶ σωτήρια ἐπέμβαση, τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ στὸ σπίτι, κλπ.

Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἔχουν ἀξία, στὸν βαθμὸ ποὺ ἐκφράζουν ζωντανὴ σχέση καὶ οἰκειότητα μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής, ἡ προσευχὴ εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικό, ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ αὐτὰ οὔτε ἀπὸ τὴν ἀπουσία τους: προσευχὴ εἶναι ὁ βλαστὸς τῆς πραότητας καὶ τῆς ἀοργησίας, δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ τυπικὸ δοξολογιῶν καὶ ἐπικλήσεων, οὔτε προϋποθέτει, ἔστω περιστασιακά, ἔκφραση αἰτημάτων.

Χωρὶς νὰ εἶναι πάντα ἀξιοκατάκριτο, ὅμως τὸ αἴτημα δὲν ἀφορᾶ ποτέ στὴν οὐσία τῆς προσευχῆς. Προσευχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἀποβλέποντας ἔστω σὲ πνευματικὰ δῶρα, ὁ Χρυσόστομος ἀντιμετωπίζει μὲ ἰδιαίτερη σκληρότητα. Μὲ τὴν προσευχὴ ὁ νοῦς ἀφήνεται στὴν ἁπλὴ ἐμπιστοσύνη, ἂν προσεύχεται ἀληθινά, χωρὶς ἔγνοια τί θὰ κάνει ὁ Θεός — ἂν θὰ δώσει ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο ἢ κανένα ἀγαθό. Στὴν ἑνότητα αὐτὴ καὶ συνεργασία ἀποφεύγεται τόσο ἡ μηχανιστικὴ ἀντίληψη τῆς πίστης, ὅσο ἡ ἁπλὴ διάλυση τῆς μηχανῆς, καταστάσεις ἐξίσου ἀπάνθρωπες.

Ἀπὸ τὰ στοιχεῖα