Τίποτε ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ ποὺ περιφέρουν ἐπὶ αἰῶνες τώρα, στὰ σχολεῖα, στὶς ἐκκλησίες, στὶς κομματικὲς συγκεντρώσεις, δὲν παίρνει διαβατήριο γιὰ τὴν ψυχή, ἂν προηγουμένως δὲν ἔχει τὴν ὀφειλόμενη θεώρηση ἀπὸ τὰ μέσα τὰ ἐκφραστικά.

Οἱ νόμοι τῆς τέχνης εἶναι καὶ νόμοι τῆς ζωῆς. Ὁ πολιτικὸς ὀφείλει νὰ μή διαφέρει σὰν ἀντίληψη ἀπ’ τὸν καλλιτέχνη. Καὶ στὴν ἀντίληψη τοῦ καλλιτέχνη ὁ ἀγώνας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ὀρθὴ ἔκφραση, καὶ τίποτε ἄλλο. Σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ θὰ ἔλεγα ὅτι καὶ οἱ πλέον ἀντίθετες τοποθετήσεις ἀπέναντι στὸ ἴδιο πρόβλημα ἐξισώνονται ἂν ἡ ἐν τέχνῃ δικαίωσή τους εἶναι τοῦ αὐτοῦ ὑψηλοῦ βαθμοῦ.

Ἡ ποιότητα στηρίζει τοὺς θεούς, κι εἶναι γιὰ νὰ μήν τό ‘χουν κατανοήσει ἐγκαίρως οἱ Ἱερεῖς ποὺ παιδεύεται ἄδικα ἡ ἀνθρωπότητα.–

Πηγή: Ὀδ. Ἐλύτης, Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικά, Ἀθήνα 2007(5), σελ. 34-5.