Ἐγώ, ὡς ἀρχάριος, ὅταν διάβαζα κάτι, τὸ ἀντέγραφα, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξεχάσω, καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὸ ἐφαρμόσω. Δὲν διάβαζα γιὰ νὰ περνάω εὐχάριστα τὴν ὥρα μου. Ὑπῆρχε μέσα μου ἡ καλὴ ἀνησυχία καί, ὅταν δὲν καταλάβαινα κάτι, ρωτοῦσα νὰ μάθω πῶς εἶναι. Λίγο διάβαζα, πολὺ ἤλεγχα τὸν ἑαυτό μου μὲ αὐτὰ ποὺ διάβαζα. «Ποῦ βρίσκομαι; Τί κάνω;». Κάθιζα τὸν ἑαυτό μου στὸ σκαμνί. Δὲν τὰ περνοῦσα αὐτὰ ποὺ διάβαζα ἔτσι ἀφορολόγητα…

Οἱ κοσμικοί, ἄλλοι διαβάζουν ἐφημερίδα, ἄλλοι διαβάζουν ἕνα ρομάντζο, μία περιπέτεια, ἄλλοι παρακολουθοῦν στὸ γήπεδο πὼς παίζουν, καὶ περνᾶνε τὴν ὥρα τους. Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ μερικοὶ ποὺ διαβάζουν πνευματικά. Μπορεῖ νὰ ξενυχτοῦν καὶ νὰ διαβάζουν πνευματικὰ βιβλία μὲ μανία καὶ νὰ εὐχαριστιοῦνται. Παίρνουν ἕνα πνευματικὸ βιβλίο, κάθονται καὶ λίγο ἀναπαυτικὰ καὶ διαβάζουν. «Ὠφελήθηκα», λέει ὁ ἄλλος. Καλύτερα πὲς ὅτι εὐχαριστήθηκες, ὅτι πέρασες εὐχάριστα τὴν ὥρα σου. Γιατί αὐτὸ δὲν εἶναι ὠφέλεια. Ὠφελεῖσαι, μόνον ὅταν δῆς τί λέει αὐτὸ ποὺ διαβάζεις, ἐλέγχης τὸν ἑαυτό σου καὶ προσπαθῆς νὰ τὸν ζορίζης στὴν ἐφαρμογή: «Τί λέει αὐτὸ ποῦ διάβασα; Ἐγὼ ποῦ βρίσκομαι πνευματικά; Τί πρέπει νὰ κάνω;»