Οἱ Πατέρες πάντως δὲν διστάζουν νὰ γίνονται ἰδιαίτερα αἰχμηροί, ὅπως ὁ Συμεών, εἰδοποιῶντας ὅτι “στὶς νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες ἢ τὶς χαμευνίες καὶ τὴν πεῖνα, τὴν δίψα, καθόλου νὰ μήν ἐλπίζουμε”, καὶ ὁ Χρυσόστομος ἀκόμη πιὸ προκλητικά, “ἂς καθαιρέσουν τὸν Παῦλο, γιατὶ εἶχε δειπνήσει προτοῦ χαρίσει τὸ βάπτισμα στὸν δεσμοφύλακα, τολμῶ νὰ πῶ, ἂς καθαιρέσουν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, γιατὶ χάρισε στοὺς Μαθητὲς τὴν Κοινωνία ἐνῷ εἶχαν δειπνήσει”.

Σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ‘ἄσχετης’ νηστείας, ὅπως μπορεῖ νὰ θέλουν καὶ μὲ δόλο μερικοί, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἐξωτερικότητα τῆς πιὸ ἀσήμαντης ἐθιμικῆς διάστασης, γιὰ νὰ συνεχίζουν ἀνεπαίσθητα στὴν ἐσωτερικὴ διάβρωση τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν ἀναγνώριση ἀγαθῆς προαίρεσης, ἔστω ἐπιπόλαιης μιᾶς εὐσέβειας στὴν ἀνώδυνη νηστεία τῆς ἀντικατάστασης τροφῶν, ἐλπίζει κανεὶς ὅτι θὰ ἀναπτύσσεται σταδιακὰ μεγαλύτερη γνησιότητα, ἐκτὸς ἂν δὲν συμβαίνει ἁπλὴ ἀπερισκεψία ἀλλὰ εὐσεβισμὸς καὶ πράγματι ἀσήμαντη πίστη, ὁπότε δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει οὐσιαστικὴ ὠφέλεια κανένας τρόπος νηστείας, οὔτε ἡ ἀπουσία της.