Ο σουρεαλισμός επίσης δεν «έπιασε» στην Θεσσαλονίκη, μολονότι δεν της ήταν άγνωστος και ελάχιστα επηρέασε την ποιητική της παραγωγή, ενώ στην Αθήνα ξεσήκωσε ολόκληρο κίνημα με πιο γνωστούς εκφραστές τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Τέλος, στη Θεσσαλονίκη αποφύγαμε εντελώς τη μόδα της μελοποιημένης ποίησης στην οποία τόσο ανιαρά και νεοπλουτίστικα επιδόθηκαν οι δισκογραφικές εταιρίες των Αθηνών στις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70. Η ποίηση έχει τη δική της μουσική. Διαβάζεις το ποίημα δυο-τρεις φορές και μετά το λες φωναχτά για να ευχαριστηθείς τις λέξεις, τις παύσεις, τον ρυθμό και την μουσικότητα τους. Αυτός που έρχεται να το φορτώσει από πάνω με τις δικές του μουσικές, μπορεί να γίνει πολύ ενοχλητικός διότι δεν είναι όλοι Μίκης Θεοδωράκης, ούτε έχουν το ταλέντο του.

Το λέω αυτό, διότι για πάρα πολλά χρόνια οποιοσδήποτε σώριαζε μούζικες πάνω στους μείζονες ποιητές μας, γινόταν δεκτός μετά βαΐων και κλάδων από τις δισκογραφικές. Ευτυχώς μόδα ήταν και πέρασε. Άλλη είναι η μοναχική περιπέτεια της μουσικής κι άλλη της ποίησης. Η κοινή μήτρα απ΄ όπου ξεπήδησαν πριν χωρίσουν, έχει πια χαθεί. Τους απομένει το τραγούδι σαν διαρκής προφητεία του παρελθόντος, σαν μια ανάμνηση του μέλλοντος ή καλύτερο: το τραγούδι είναι σαν την Πηνελόπη της Οδύσσειας. Είναι το φυλαχτό τους. Χωρίς τραγούδι, οι ποιητές και οι συνθέτες δεν θα καταφέρουν να ξανοιχτούν στην, κάθε φορά καινούργια, μοναχική τους περιπέτεια.