Στο τραγούδι θέλουμε να τεντωθούμε μέχρι τον άλλον, να απλωθούμε, να ανοίξουμε, να γίνουμε ένα με όλα. Στα αληθινά τραγούδια, ο στίχος, η μελωδία, η φωνή και η μπάντα δεν είναι τέσσερα, είναι ένα. Ή μάλλον καταλήγουν να είναι ένα, διότι επάνω τους προβάλλεται η βαθύτερη εκείνη ενότητα, όπου όχι μόνον ο ήχος και η λέξη αλλά το σώμα και η ψυχή, η ζωή κι ο θάνατος, ο θεός κι ο άνθρωπος κι ο παρελθόν χρόνος κι ο χρόνος ο μελλοντικός, είναι ένα. Στη γιορτή ενώνουμε τα χέρια μας σε κύκλο και γυρίζουμε εκεί απ΄ όπου ξεκίνησαν όλα: στο τραγούδι. Αλλά αυτό, πρέπει και μπορεί στην εποχή μας να κερδηθεί ξανά, μόνο μέσα απ΄ το δρόμο της προσωπικής ευθύνης…
Είναι η μουσική ιδιοφυία του Μάνου Χατζιδάκι που μ᾽ έκανε να διαλέξω τον προσωπικό δρόμο και με βοήθησε να δω με καινούρια ματιά μια παράδοση αιώνων ελληνικής τραγουδοποιίας ―από τα σωσμένα εκείνα μουσικά αποσπάσματα της αρχαιότητας μέχρι τα 9/8 του Τσιτσάνη. Αλλά είναι κι ένας άλλος, ένας Θεσσαλονικιός ποιητής, που χωρίς να το ξέρει, έγινε κι αυτός δάσκαλος μου και σ΄ αυτόν θα ήθελα να αφιερώσω την αποψινή μου αντιφώνηση. Ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Η χαμηλόφωνη και παθιασμένη ποίηση του Αλέξη στην εφηβεία μου και ο κύκλος της Διαγωνίου λίγο αργότερα, μου έμαθαν να διαβάζω Γιώργο Βαφόπουλο, Γιώργο Θέμελη, Ν. Γ. Πεντζίκη, Ζωή Καρέλλη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Γιώργο Ιωάννου και γενικά όλους εκείνους τους λογοτέχνες που αποτελούν τη λεγόμενη Σχολή της Θεσσαλονίκης, της οποίας θα ήθελα να λογαριάζομαι κι εγώ μαθητής. Θέλω να ανήκω σ΄ αυτή την Σχολή, όπου το περιεχόμενο είναι πάντα βιωματικό και ο τόνος πάντα εξομολογητικός. Αν το θέμα είναι σπουδαίο ή ταπεινό, γι΄αυτή τη Σχολή, δεν έχει σημασία. Ο Βαφόπουλος έλεγε «βάλτε στην μια μεριά της ζυγαριάς όλο το Αιγαίο, τον ήλιο και τα νησιά, εγώ θα τοποθετήσω στην άλλη, ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου».