Ο Έζρα Πάουντ παραδέχονταν ανάμεσα στους κορυφαίους ποιητές όλων των εποχών τους τροβαδούρους Αρνό Ντανιέλ, Γκουίντο Καβαλκάντι και Φρανσουά Βιγιόν. Θεωρώ υπέροχο το ότι η πανάρχαια παράδοση της προφορικής ποίησης συνεχίζεται στις μέρες μας μέσα από κάποιους χαρισματικούς τραγουδοποιούς κι ερμηνευτές, και δράττομαι της ευκαιρίας να εκφράσω τη χαρά μου που ένας κορυφαίος ομότεχνος μας, ένας Βάρδος, βραβεύτηκε με το Νόμπελ της σουηδικής Ακαδημίας. Τραγούδια και στίχοι του Μπομπ Ντύλαν είναι εδώ και πολύ καιρό μέρος της καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων. Η απονομή του Νόμπελ από την μεριά της σουηδικής Ακαδημίας έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συγκεκριμένη στιγμή.
Το τραγούδι δεν είναι κάτι διανοουμενίστικο, μολονότι χρειάζεται να βάζεις κι εκεί λίγο μυαλό κάπου κάπου. Μια φωνή έρχεται βαθιά από μέσα σου και σε κάνει να λαχταράς τη χαμένη ενότητα με τους άλλους. Πολλοί λένε ότι πρώτα τραγουδήσαμε και μετά μιλήσαμε κι ανοίγω εδώ μια παρένθεση: για να μη χαθεί ο ήχος απ΄τη λέξη και για να μην αλλοιωθεί, οι Αλεξανδρινοί ενσωμάτωσαν στα γράμματα μας, τα πνεύματα, τη βαρεία, την περισπωμένη και την οξεία. Δηλαδή μετέτρεψαν τα ελληνικά σε παρτιτούρα για να μην παραμορφωθεί η γλώσσα από τους άμουσους και τους απαίδευτους, διότι «…και την κοινήν ελληνικήν λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή τη πήγαμεν, ως τους Ινδούς» (Κωνσταντίνος Π. Καβάφης). Ο πρωταγωνιστής του θεάτρου μας, Μάνος Κατράκης, έλεγε ότι «…τώρα με το μονοτονικό, κάθομαι και βάζω μόνος μου βαρείες και περισπωμένες στο κείμενο, αλλιώς ακούγεται σαν γκραν κάσα». Κλείνω την παρένθεση.