Είμαστε πλασμένοι από μουσική. Το είπε ο Πυθαγόρας και υπάρχουν φορές που κοντεύω να καταλάβω τη βαθύτερη αλήθεια αυτής της φράσης. Οι αρμονικές συντεταγμένες του ηχητικού κόσμου, αυτός ο πολύηχος, μας υποδέχεται και μας καλεί πριν ακόμα γεννηθούμε, μες στην κοιλιά της μάνας μας. Ακούμε όχι δια της ακοής αλλά μέσω των παλμών και των δονήσεων της σάρκας που μας κυοφορεί. Σαν τον Μπετόβεν. Θεόκουφος ων, δάγκωνε μια σιδερένια βέργα, ακουμπούσε την άκρη της στο πιάνο και μέσω των δονήσεων και των παλμών έγραφε, ας πούμε, την «Ενάτη συμφωνία».

Είναι ο Μάνος Χατζιδάκις που άνοιξε το δρόμο σε ένα πιο εξατομικευμένο τραγούδι. Σε ένα είδος ιστορικά νεωτερικό. Άλλαξε κυριολεκτικά το αυτί μας και μας έκανε να αντιληφθούμε και να ακούσουμε πολύ πιο ουσιαστικά και το ρεμπέτικο και το δημοτικό μας τραγούδι αλλά και την ελαφρά μας μουσική. Παρήχθη έτσι ένα νέο είδος τραγουδιού. Άλλοι το ονομάζουν έντεχνο κι άλλοι εναλλακτικό. Το σημαντικό είναι ότι επιβλήθηκε χωρίς να χαθεί καθόλου η συλλογικότητα που είναι η βάση, το χαρακτηριστικό και η ταυτότητα της τέχνης μας.

Εντελώς διαφορετική είναι η διαδικασία πρόσληψης της ποίησης. Πρώτα πρώτα στον λογοτέχνη ή τον ποιητή ένα μολύβι και ένα χαρτί αρκούν. Αλλά ένας τραγουδοποιός σαν και εμένα παραδείγματος χάριν, σφηνώνει την κιθάρα ανάμεσα στην κοιλιά του και το τραπέζι του γραφείου του μπροστά σε ένα μαγνητόφωνο και έχει δίπλα του μολύβι και χαρτί. Χρησιμοποιεί εναλλάξ μολύβι- χαρτί αφενός και κιθάρα- μαγνητόφωνο αφετέρου, μέσα στην ίδια διαδικασία που μας οδηγεί πάντα στην προφορικότητα. Έτσι, νιώθω κι εγώ συγγενής μιας ποίησης που υπήρχε πριν από τον Γουτεμβέργιο. Μην ξεχνάτε ότι κάποτε οι άνθρωποι ακόμη και την φιλοσοφία τους την λέγανε τραγουδιστά.