Τὰ σπλάχνα μου κι᾿ ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν,
Κι᾿ ὅσα ἄνθια θρέφει καὶ καρποὺς τόσ᾿ ἅρματα σὲ κλειοῦνε.
X.
Φεύγω τ᾿ ἀλόγου τὴν ὁρμὴ καὶ τοῦ σπαθιοῦ τὸν τρόμο.
T᾿ ὀνείρου μάταια πιθυμιά, κι᾿ ὄνειρο αὐτὴ ῾ν᾿ ἡ ἴδια!
Ἐγύρισε ἡ παράξενή του κόσμου ταξιδεύτρα,
Μοὖπε μὲ θεῖο χαμόγελο βρεμένο μ᾿ ἕνα δάκρυ:
Κόψ᾿ τὸ νερὸ στὴ μάνα του, μπάσ᾿ τὸ στὸ περιβόλι,
Στὸ περιβόλι τῆς ψυχῆς τὸ μοσχαναθρεμμένο.
XI.
(Μία τῶν γυναικῶν προσφεύγει εἰς τὸ στοχασμὸ τοῦ θανάτου ὡς μόνη σωτηρία της μὲ τὴ χαρὰ τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται τὸ πουλάκι,
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839